- κεκαφηώς
- κεκαφηώς (Α)(επικ. τ. μτχ. παρακμ. χωρίς ενεστ.)1. (στον Όμ., μόνο σε φρ.) «κεκαφηότα θυμόν» — την εξασθενημένη, την εξαντλημένη, την εκπνέουσα ψυχή2. (σε μτγνποιητές) (αμτβ.) εξαντλημένος, εξασθενημένος («δέμας κεκαφηός λιμῷ» — σώμα εξαντλημένο από την πείνα, Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον αόρ. ἐκάπυσσε «εξέπνευσε», καθώς και με τη γλώσσα τού Ησυχίου ἐγχάπτειἐκπνεῖ, το δασύ -φ- τής λ. όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η ορστ. παρακμ. απαντά στον Ησύχιο: κέκηφετέθνηκε].
Dictionary of Greek. 2013.